τσερλάω -ίζω 18 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τσερλάω -ίζω (τιλάω, τίλη) = πάσχω διάρροιαν, ἀποπατῶ διαρροϊκῶς, φοβοῦμαι.