κουσκούνα (η)
χαϊδευτικό = ο καλός φίλο, ο προσφιλής, ο παραπονεμένος.
φράσεις: “Τι έχει η κουσκούνα μαζί μου;” – “Έλα ΄δω, κουσκούνα μου, και μη μου κλαις …” – “Μωρή κακομοίρα κουσκούνω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουσκοῦνα /ἡ/ (Τ. κιuκσκuν) = δυσηρεστημένος προσφιλής, κακιωμένος φίλτατος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης