πύρη
Πύρη /ἡ/ = πυρά, φλόγα, θερμότης ἐξ ἀντανακλάσεως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Πύρη (η). “Η εκ της πυράς θερμότης. Εντεύθεν λέγεται πύρη και η εκ του πυρετού φλόγωσις (Βαλαωρίτης, 365). Λέμε: “Με πήρε η πύρη στο πρόσωπο” (από τη φωτιά).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης