Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γνέμα (το)

το χειροποίητο νήμα ή και μηχανοποίητο.
Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, στ. 465: “Οι μοίρες έτσι το γνέμα εκλώσανε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γνέμα /τὸ/ (νῆμα) = νῆμα χειροποίητον ἥ μηχανοποίητον.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.