χασμίσι 23 Φεβ, 2017 Χ 0 Σχόλια 0 Χασμίσ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. χάσμ, χαζὶμ) = τὸ προνοούμενον, τὸ ἀπαραίτητον ἐφόδιον.