Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μισέρ (ο)

ο κύριος.
Με τη λέξη μισέρ οι παλιοί μας πρόγονοι στα Επτάνησα προσφωνούσαν τους λαϊκούς, τους μεσαίους εισοδηματίες και τους χειρώνακτες. Ενώ τους ευγενείς και τους αφεντάδες τους προσφωνούσαν με τη λέξη “σορ” (ή σιορ -σιόρα).
Τη διάκριση αυτή έκαναν και στα συμβόλαια και στις διάφορες συμβάσεις.
Σε μισθωτήριο νοταριακό, σύμβαση του 1711/27 Σεπτεμβρίου διαβάζομε: “1711 σεπτεμβρίου 27 ιστήν αμαξική (πρωτεύουσα ακόμα τότε του νησιού) αναφανίσθησαν έμπροσθεν εμού νοταρίου και μαρτίριον από ένα μέρος ο σορ σταμάτης Ιωάννης σμιρνέος και εις το έτερον ο μισέρ Τζανέτος φαρακλός, η οπίι ήλθαν ιστήν παρόν σηφονία και δίνει ο αυτός σορ σταμάτης προς τον άνοθεν τζανέτο το περιβόλι του, ονπερ έχει εις τόπον λεγόμενο μορφή, δια να το δουλεύει … γοδέρει“. (Τα γεωργικά της Λευκάδας, σελ 175)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.