ριζιμιὸ
Ρ(ι)ζ(ι)μιὸ /τὸ/ (ρίζα-ωμα) = λίθος ἐρριζωμένος βαθέως εἰς τὴν γῆν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ῥιζιμιό, πᾶν ὅ,τι ἀνασκάπτεται ἐκ τῆς ῥίζης αὐτοῦ. Π. παίρνει λιθάρια ῥιζιμιὰ = λίθους ἐκ τῆς ῥίζης των (ᾆσμ. 35).
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου