Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φ΄σούνα (η)

φ(υ)σούνα.
τεμάχιο κούφιου καλαμιού με μικρή τρύπα στη μια του άκρη (τον κόμπο) με τον οποίο φυσάμε τη φωτιά ν΄ ανάψει καλύτερα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.