καράουλο
Καράουλο /τὸ/ (Ἰ. caragolo) = στρεπτὴρ ἐσωτερικῆς θύρας μὲ λοξὰ χείλη τριβῆς, μεντεσές, ρεζές.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Καράουλο /τὸ/ (Ἰ. caragolo) = στρεπτὴρ ἐσωτερικῆς θύρας μὲ λοξὰ χείλη τριβῆς, μεντεσές, ρεζές.