Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κλέρος (ο)

ο μοναχογιός, ο χαϊδεμένος, ο κληρονόμος.
φράση: “Έχομε και τον κλέρο, βλέπεις” – “Τέτοιος κλέρος που ΄ναι …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κλέρος /ὁ/ (κλῆρος) = κληρονόμος, ἀπόγονος, μοναχογυιός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.