κλέρος (ο)
ο μοναχογιός, ο χαϊδεμένος, ο κληρονόμος.
φράση: “Έχομε και τον κλέρο, βλέπεις” – “Τέτοιος κλέρος που ΄ναι …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλέρος /ὁ/ (κλῆρος) = κληρονόμος, ἀπόγονος, μοναχογυιός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης