μηγιά (η)
πολύ κοφτερό χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι κομπογιαννίτες για τομές στους ασθενείς, κάτι σαν μήλι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(η)γιὰ /ἡ/ (μαγὶς) = ἄκρως κοπτερὸν καὶ νύσσον μαχαιρίδιον κατάλληλον διὰ χειρουργικὰς τομάς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης