αρύ (το) και αριό
αραιά υφασμένο πανί. (αρύς – αρειά – αρύ).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρῦς -υὰ -ῦ (αἴρω) = ἀραιός, ἀνάριος, ἀγανός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αραιά υφασμένο πανί. (αρύς – αρειά – αρύ).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρῦς -υὰ -ῦ (αἴρω) = ἀραιός, ἀνάριος, ἀγανός.