Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τριβέλι (το)

τρυπάνι ξυλουργών

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τριβέλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. trivello) = τρύπανον, ἀρίδα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


τριβέλι (τό): ἀρίδα, (ΙΤ.  trivèla).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.