Άλα (επιφών.)
ναυτ. όρος – σύνθημα των ψαράδων της τράτας, όταν πρόκειται να ανελκύσουν αυτήν από τα νερά, τότε φωνάζουν ομαδικά: “Άλα …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄλα: (Βν. Ala. T. Σ. ἄλας) = σύνθημα ἐν ἀλαλαγμῷ δι’ ἔναρξιν ἀνελκύσεως τῆς τράτας ἀπὸ τὴν θάλασσαν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
ίσως ηχοποίητη, επιφωνηματική λέξη, αν και δεν αποκλείεται κάποια σύνδεση με ξένα επιφωνήματα όπως π.χ. το αραβ. yalla ‘άντε, εμπρός, πάμε!’
(Π.Γ. Κριμπάς)