κόγος (ο)
ο υπηρέτης, ο ακόλουθος του κυρίου – ο μάγειρας (σπανίζει)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόγος /ὁ/ σπ. (Ἰ. cuoco) = μάγειρος, ὑπηρέτης, ἀκόλουθος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο υπηρέτης, ο ακόλουθος του κυρίου – ο μάγειρας (σπανίζει)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κόγος /ὁ/ σπ. (Ἰ. cuoco) = μάγειρος, ὑπηρέτης, ἀκόλουθος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης