σγόντζος (ο)
εξόγκωμα, πρήξιμο, ρόζος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σγόντζος /ὁ/ (γόμφος, Ἰ. sgonfio;) = οἴδημα, πρήξιμον, ἐξόγκωμα, ἀνώμαλος προβολή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ρόζος,, ιδίως στα ξύλα. Είδος κάλου (στο σώμα). Πιθανότατη η σύνδεση του με τον γόμφο, που σημαίνει ξύλινο καρφί, μικρή σφήνα (σχετικός ο γόμφιος των δοντιών).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Σγόντζος = ρόζος, ἀνώμαλο ἐξόγκωμα πού σχηματίζεται στά ἄκρα, σάν εἶδος κάλου.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής