Αποτελέσματα αναζήτησης για μοροζα
ο αγαπητικός, εραστής (επί αθέμιτων σχέσεων). Οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται κυρίως για παντρεμένους και παντρεμένες. “Δεν ντρέπεται παντρεμένος άνθρωπος με παιδιά και θέλει και μορόζα.” – “Έχει μορόζα ο προκομμένος, και τη συντηρεί κιόλας” – “Ας είναι καλά ο μορόζος της! Δεν ντρέπεται, αλήθεια, κοτζάμ΄ νοικοκυρά και με παιδιά της . . . Περισσότερα
η μορόζα, η ερωμένη. (η λέξη σπανίζει). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Κόμεβα -άτσα /ἡ/ (Ἰ. comere-vagheggiare) = ἐρωμένη, παλλακή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ο εραστής, ο παράνομα συνδεόμενος με άλλη γυναίκα. φράση: “του τα τρώει όλα η πιαστή του, η μορόζα του”. Παλιότερα ήταν κοινό μυστικό για τους εύπορους της Χώρας, αλλά και για πολλούς επαγγελματίες, κυρίως καροτσέρηδες και χασάπηδες, να έχουν τη μορόζα τους. (μαντένούτα και ποβερέτα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα
η ερωμένη, κοινώς μορόζα ή μαντινούτα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Πιαστὴ /ἡ/ (πιάζω) = ἐρωμένη, παλλακή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης