τσίκνα (η) καί τσικνιάζω
η οσμή που βγαίνει από το καμένο φαγητό, ιδίως από ψητό κρέας.
φράση: “Άφησες το φαγητό χωρίς νερό και τσίκνιασε, κάηκε”.
παροιμία: “¨πέρυσι εκάηκε, εφέτος μύρισε”
Το ρ. : τσικνιάζω = καίομαι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσίκνα /ἡ/ (κατ’ ἀναγραμματισμὸν τοῦ κνίσσα) = ἡ ὀσμὴ τοῦ ψηνομένου κρέατος ἢ λίπους, ἢ τοῦ καιομένου εἰς τὸν πυθμένα τῆς χύτρας φαγητοῦ.
Τσ(ι)κνιάζω (βλ. λ. τσίκνα) = καίομαι εἰς τὸν πυθμένα τῆς χύτρας δι’ ἔλλειψιν ὑγρῶν (ἐπὶ φαγητῶν).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης