Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κάλπης (ο)

  1. ο κακόπιστος, ο πονηρός, ο αδιαφορών για τους άλλους.
  2. “κάλπη” λένε και το άλογο, που αλωνίζει μαζί με τα άλλα, και που προσπαθεί πάντα να μένει πίσω, Γι΄ αυτό δέχεται και τις περισσότερες βιτσιές του αγωγιάτη που συγχρόνως φωνάζει: “Έμπαινε κάλπη”. Στην αλλαγή, τον κάλπη τον βάνουν στη μέση αν τ΄ άλογα είναι παραπάνω από δύο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κάλπ(η)ς /ὁ/ (Τ. κὰλπ) = δόλιος, ἀπατεών, πανοῦργος, κακόπιστος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.