ρυάζομαι
η λέξη χρησιμοποιείται προκειμένου περί σκύλων ή αγριμιών, όπως ο λύκος και το τσακάλι.
Ρυάζομαι = ουρλιάζω, ωρύομαι.
Το ρυάσιμο δεν έχει την υφή του γαβγίσματος, Είναι σαν ένα είδος παραπόνου ή κλάματος του ζώου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρυάζομαι (ὠρύομαι -άζομαι) = βρυχῶμαι, οὐρλιάζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ρυάζομαι = ὡρύομαι, φωνάζω δυνατά καί ἔξαλλα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ῥυάζομαι, § ὠρύομαι. Φ. ῥυάζουνται τὰ σκυλιά.
Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. οὐρλιάζω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου