τσαπαλίζω
Το λέμε για κάποιον που ξέρει λίγα πράγματα από κάτι. Για παράδειγμα, προκειμένου για γλωσσομάθεια, λέμε τσαπαλίζει λίγα αγγλικά, ενώ στην ουσία δε γνωρίζει σχεδόν τίποτα.
προφανώς ο ιδιωματικός για το χωριό αυτός τύπος είναι ο γνωστός τσαπα(τσου)λίζω, που προέρχεται από το τσαπατσούλης (ουσιαστικό θηλυκό τσαπατσουλιά) κι αυτό από το τουρκικό caacul κατά πως λέει ο Ανδριώτης και οι άλλοι λεξικογράφοι. Τσαπατσούλης σημαίνει ατημέλητος, απεριποιήτος (και αδέξιος). Αυτός λοιπόν που τσαπα(τσου)λίζει λίγα … τα χειρίζεται με αδεξιότητα (ασορτί με την εμφάνισή του).