πριτσαλάω και πριτσαλίζω
βατεύω, ασελγώ.
μτφ.: γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός.
φράση: “Μη μου πριτσαλάς την κουβέντα”, λέει κάποιος αστειλογώντας σε παρακείμενο πρόσωπο, που του διέκοψε την κουβέντα του.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πριτσαλίζω (Ἰ. prezzolare, prizzare) = ἐπιβατεύω, συνουσιάζομαι (ἐπὶ μηρυκαστικῶν) βλ. καὶ λ. μπρουτσαλίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης