Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πριτσαλάω και πριτσαλίζω

βατεύω, ασελγώ.
μτφ.: γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός.
φράση: “Μη μου πριτσαλάς την κουβέντα”, λέει κάποιος αστειλογώντας σε παρακείμενο πρόσωπο, που του διέκοψε την κουβέντα του.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πριτσαλίζω (Ἰ. prezzolare, prizzare) = ἐπιβατεύω, συνουσιάζομαι (ἐπὶ μηρυκαστικῶν) βλ. καὶ λ. μπρουτσαλίζω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.