κατίκι ή κατοίκι (το)
- το καλαμόπλεχτο φράγμα ιχθυοτροφείου, καλαμωτή, όπου παγιδεύονται τα ψάρια και τα πιάνουν με απόχες σε μεγάλες ποσότητες.
- πρόχειρος ορνιθώνας στην εξοχή.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!