σοκακιάρης -α
ο άνθρωπος του σοκακιού, του δρόμου, η γυναίκα του δρόμου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σοκακιάρ(η)ς -α (ἔσω-κίω; ἐς-ἱκάνω; Τ. σοκὰκ) = ἄνθρωπος τοῦ δρόμου, ἀλήτης, γυναίκα τοῦ δρόμου, τροτέζα, κοκκότα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης