Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σοκακιάρης -α

ο άνθρωπος του σοκακιού, του δρόμου, η γυναίκα του δρόμου.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σοκακιάρ(η)ς -α (ἔσω-κίω; ἐς-ἱκάνω; Τ. σοκὰκ) = ἄνθρωπος τοῦ δρόμου, ἀλήτης, γυναίκα τοῦ δρόμου, τροτέζα, κοκκότα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.