παρτσινέβελος -ισα
ο αφέντης, ο νοικοκύρης. “Έχω καλό παρτσινέβελο, δεν είναι ψυχοβγάλτης … “.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παρτσ(ι)νέβελος -(ι)σα (Λ. parcenevole, Ἰ. parcialevole) = αὐθέντης, ἐργοδότης, νοικοκύρης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ΜΑΡΊΑ Η ΜΑΡΟΥΛΑ ΠΑΡΤΣΙΝΕΒΕΛΟΥ -
ΠΟΛΎ ΚΑΛΟ