Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

παρτσινέβελος -ισα

ο αφέντης, ο νοικοκύρης. “Έχω καλό παρτσινέβελο, δεν είναι ψυχοβγάλτης … “.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Παρτσ(ι)νέβελος -(ι)σα (Λ. parcenevole, Ἰ. parcialevole) = αὐθέντης, ἐργοδότης, νοικοκύρης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.