φάγουσα (η)
φαγέδαινα, στοματίτιδα σοβαρής μορφής, σε ζώα και ανθρώπους. τη φάγουσα τη θεράπευαν με ξόρκια και γιατροσόφια. Π.χ. έπλεναν το πονεμένο μέρος καλά-καλά, με κόκκινη μάλλινη κλωστή εμποτισμένη στο ούζο, απαγγέλοντας συγχρόνως το ξόρκι: “Υπεραγία Θεοτόκε βογήθησε τον δούλον σου Τάδε από την φάγουσα και τούτο το πονίδι να ξεραθεί και να καταβρωθεί και να ξηλωθεί. Αγι Βασίλη – Άγι Νικόλα – Άγι Θωμά, να γιδεί εις υγείαν του.” Κατόπιν φυσούσαν με μικρό καλαμένιο μασούρι, τριμμένο βοτάνι, ειδικό για τη φάγουσα. Σε γιατροσοφικά βιβλία είχαν και συνταγές θεραπείας: “Πάρε δειάφις δράμια δύο, λιβάνι δράμια 8 και κοκκινόβαρι δράμια δύο, βάλε κάρβουνα εις ένα βύσαλο (= κεραμίδι) και τα άνωθεν βότανα, να καπινίσεις τον μπόνο δυνατά και να έχεις τον τόπο τριγύρου δυνατά κλεισμένον, να μην ανασαίνει. Ύστερα βάλε λάδι και ξίγκι πρόβειον δράμια 2 …” – Κατάρα: “Να βγάλ΄ς τ΄ φάουσα, Παναγιά μ΄” – “βγάλε τ΄ φάσουσα τώρα;” = σκάσε τώρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φά(γ)ουσα /ἡ/ = φαγέδαινα, γαγγραινῶδες ἕλκος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φαγούσα = πληγή αἱμορραγοῦσα (Φαγέδαινα).