καραμπάτσα (η) και καρμπάτσα
- κεφάλι ανθρώπου κουρεμένου με την “ψιλή”. Έτσι κουρεύονταν οι μαθητές του Δημοτικού και του Γυμνασίου μέχρι το 1950-60.
- τα μεγάλα φαιοκίτρινα κολοκύθια, τα λεγόμενα μπαρμπαρέσικα, που φκιάνουν νοστιμότατες κολοκυθόπιτες
- καραμπάτσος – ο φαλακρός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καραμπάτσα /ἡ/ (Ἰ. carpacco) = κρανίον, φαλάκρα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Καρμπάτσα = φαλάκρα.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής