καρκαλέτσι (το)
ο επίμονος βήχας των μικρών παιδιών, ο κοκκύτης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρκαλέτσι /τὸ/ (ἠχητ., Ἀλ. καρκαλjέτσ ι) = ὁ ἐπιδημικὸς σπασμωδικὸς βὴξ τῶν νηπίων, ὁ κοκκύτης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Καρκαρέτς. Το καρκαλίτσι, ο κοκκίτης, βήχας έντονος και επίμονος. Για το λεξικό καρκαλέτσος (και καρκαλέτσι) είδος ακρίδος και μεταφορικά επ΄ ανθρώπου ο πανύψηλος και κάτισχνος (Σταματάκος). Ο Λάζαρης αλβανικό.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης