Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καραμπάτσα (η) και καρμπάτσα

  1. κεφάλι ανθρώπου κουρεμένου με την “ψιλή”. Έτσι κουρεύονταν οι μαθητές του Δημοτικού και του Γυμνασίου μέχρι το 1950-60.
  2. τα μεγάλα φαιοκίτρινα κολοκύθια, τα λεγόμενα μπαρμπαρέσικα, που φκιάνουν νοστιμότατες κολοκυθόπιτες
  3. καραμπάτσος – ο φαλακρός.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καραμπάτσα /ἡ/ (Ἰ. carpacco) = κρανίον, φαλάκρα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Καρμπάτσα = φαλάκρα.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.