σκλέντζα
Σκλέντζα /ἡ/ (σκύλλω) = παιχνίδια μικρῶν χωρικῶν (ξυλάριον μήκους περὶ τὰ 0,50 ἑκατοστόμετρα τοποθετούμενον μὲ τὰ δύο ἄκρα του ἐπὶ δύο ἀφισταμένων λίθων, ἐκτινάσσεται μακρὰν πλησσόμενον διὰ ράβδου, ὑπὸ τοῦ «φύλακος» ἐνῷ οἱ ἄλλοι παῖκται, ἀναμένοντες πρὸς τὸ μέρος τῆς ἐκτινάξεως ἐπίσης μὲ ράβδους, προσπαθοῦσιν ἕκαστος διὰ πλήγματος εἰς τὸν ἀέρα νὰ ἐπαναρίψουν τὴν «σκλέντζαν» πρὸς τὴν ἀφετηρίαν καὶ εἰς ἀπόστασιν ἀπὸ τῶν λίθων ὄχι μείζονα τοῦ μήκους τῆς ράβδου τοῦ φύλακος).