στ(ου)μπανάω 04 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Στ(ου)μπανάω (στύπος) = πλήσσω μὲ ξῦλον, κόπανον ἢ γρόνθον, κοπανίζω, κτυπῶ ἐπιμόνως.