σκάπ(ου)λος -η -ο 27 Απρ, 2017 Σ 1 Σχόλιο 0 Σκάπουλος -η -ο (Ἰ. scapolo) = ἐλεύθερος, διαφυγών, διασωθείς.
Ανδρέας Γιόκκας -
Ανύπαντρος νέος