αϋπομονή (η)
υπομονή. “Δεν έχεις καθόλου αϋπομονή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀϋπομονὴ /ἡ/ = ὑπομονή, άνοχή, ἐγκαρτέρησις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
υπομονή. “Δεν έχεις καθόλου αϋπομονή”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀϋπομονὴ /ἡ/ = ὑπομονή, άνοχή, ἐγκαρτέρησις.