σκαίνομαι
Σκαίνομαι (σικχαίνω) = συχαίνομαι, ἀηδιάζω (αἰσχύνομαι) = μετανοῶ, ἐντρέπομαι. «δὲν τρέπεσαι καὶ δὲ σκαίνεσαι μωρέ;».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σκαίνομαι = σιχαίνομαι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Σκένομαι, § ἀηδιάζω τι καὶ ἐνεργ. σκένω = προξενῶ ἀηδίαν.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ συγχάζω καὶ συγχάζομαι ἢ μᾶλλον ἐκ τοῦ συγχέομαι.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου