σβουρδουνάω
Σβουρδουνάω (ἠχητ. σβούρ-α, Σ. ἰσβρνὲμ) = περιστρέφω, βάλλω μετὰ περιστροφὴν ὡς διὰ σφενδόνης, «τοῦ τὴ σβουρδούνξε», περιφέρομαι ἐν σπουδῇ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σβουρδουνάω (ἠχητ. σβούρ-α, Σ. ἰσβρνὲμ) = περιστρέφω, βάλλω μετὰ περιστροφὴν ὡς διὰ σφενδόνης, «τοῦ τὴ σβουρδούνξε», περιφέρομαι ἐν σπουδῇ.