ξελέγω
Ξελέ(γ)ω (ἐκ-λέγω) = ἀναιρῶ τὰ λεχθέντα; «λέω καὶ ξελέω», (ἐξελέγχω) = διευθετῶ διένεξιν μετ᾿ ἄλλου δι᾿ ἀμοιβαίων ἐξηγήσεων: «ἐκάτσανε τζὰ καὶ τὰ ξελέξανε».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξελέ(γ)ω (ἐκ-λέγω) = ἀναιρῶ τὰ λεχθέντα; «λέω καὶ ξελέω», (ἐξελέγχω) = διευθετῶ διένεξιν μετ᾿ ἄλλου δι᾿ ἀμοιβαίων ἐξηγήσεων: «ἐκάτσανε τζὰ καὶ τὰ ξελέξανε».