Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μουρέλος -α -ο

χρώμα σε υφάσματα: κόκκινο σκούρο, βαθύ βυσσινί, μαύρο (ιτ. morello = υπομέλας, μαυριδερός).
Η λέξη ήταν συνηθισμένη στα παλιά προικοσύμφωνα.
Σε καταγραφή περιουσίας του 1786 διαβάζομε: “Μια καμπζέλα αντρίκια ρούχινη μουρέλα αρματωμένη με κουμπιά”. Σε άλλη καταγραφή του 1728: “και ένα κοντέσι κίτρινο, μισότριβο με γούνα μουρέλα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μ(ου)ρέλος -α -ο (μόρον, Π. Τ. μόρ, Ἰ. moro) = μελανιασμένος, μελανὸς ἀπὸ ψῦξιν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.