ρέκο (το)
κραυγή απελπισίας, πόνου ή φόβου (βλ. ρεκάζω)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ρέκο /τὸ/ (βλ. λ. «ρεκάζω») = κλαυθμός, κλάμμα, κραυγὴ πόνου ἢ φόβου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!