Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρέκο (το)

κραυγή απελπισίας, πόνου ή φόβου (βλ. ρεκάζω)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ρέκο /τὸ/ (βλ. λ. «ρεκάζω») = κλαυθμός, κλάμμα, κραυγὴ πόνου ἢ φόβου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.