πινομή (η)
[από το επινέω – επινομία – επινομή = “το δια συμβάσεως παρεχόμενον δικαίωμα εις τους κατοίκους δύο γειτονικών χωρών να βοσκούν τα κτήνη των οι μεν εις την χώρα των δε” (Λεξ, Πρωίας)].
μτφ.: εξ αιτίας κάποιου, από φταίξιμο κάποιου.
φράσεις: “για π΄νομή σου το ΄παθα εγώ αυτό” – “Για π΄νομή σου (ή για πομπή σου) γέρο-Μάρτη έβγαλα κι εγώ κατσίκια”.