λ(υ)γόβεργα 09 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λ(υ)γόβεργα /ἡ/ (λύγος, Ἰ. verga) = λεπτὸν εὐλύγιστον ραβδίον ἐκ λυγαριᾶς. λυγόβεργα