Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσαρπετσούκαλο (το)

σκεβρωμένο, παλιό και άχρηστο σκεύος.
“εμάζεψες όλα τα τσαρπετσούκαλα, τι να τα κάμεις;” – “έβαλα σ΄ ένα τσουβάλι όλα τα τσαρπετσούκαλα για πέταμα, ν΄ αδειάσει κι ο τόπος”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.