βαβά (η)
η γιαγιά, η βαβά. Στα χωριά επικρατέστερη είναι η προσφώνηση βαβά (η βαβά μου), στην πόλη, η προσφ. γιαγιά. Το βάβω σπανιότερο. “Και θά ‘ρθω πάλι, βάβω μου, να σ’ εύρω στη γωνία σου…” (Γερ. Γρηγ., “Επιστροφή στην ποίηση”, Αθ. 1980, σελ. 95)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
(Σλαβική/Σλοβένικη baba) μαμμή, γιαγιά
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βαυβὰ ἡ προπάτωρ καὶ προμήτωρ. Τὸ ἀρσενικὸν παπούλης. Ἡ λέξις πιθανὸν παρήχθη ἐκ τοῦ βαυβάω (ἀποκοιμίζω), ὡ ἔθος τῶν γραιῶν τοῦ νὰ περιποιῶνται καὶ ἀποκειμίζωσι τὰ βρέφη, ὡς ἂν ἔλεγον «βαύβα» πλάγιασε. Παραπλησία βρεφικὴ λέξις εἶνε ἡ νενέ, ἐκ τοῦ νάνι νάνι· ἀλλὰ καὶ ἡ βαυβὰ ἢ βαβὰ πιθανὸν ὅτι ἐσχηματίσθη ἐκ τῶν βα βα, βρεφικῶν ψελλισμάτων ὡς ἡ μαμὰ (μήτηρ) ἐκ τῶν μα μα.