ξύνα (η)
το ξυνόγαλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξύνα /ἡ/ (ὄξινος) = γάλα ὄξινον ἐκ ζυμώσεως, γάλα γινωμένο, ξυνόγαλο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το ξυνόγαλο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξύνα /ἡ/ (ὄξινος) = γάλα ὄξινον ἐκ ζυμώσεως, γάλα γινωμένο, ξυνόγαλο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης