Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξεσκλιάρης (ο)

ο άνθρωπος που φοράει σχισμένα και ρυπαρά ρούχα. Η έννοια της λ. ταυτίζεται με την έννοια του πάμφτωχου, του ζητιάνου.
ΒΑΛ. Φωτεινός Α΄: “-Μιλεί μου ταπεινότερα ….Λύγισε το κεφάλι, / προσκύνα τον αφέντη σου, ξεσκλιάρη, διακονιάρη!”.

βλ. καί ξεκλιάρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.