αλμπαζία (η)
σύγχυση, ζάλη, πονοκεφάλιασμα, έπαρση, αλαζονεία.
Φράση: “Σιγά, χριστιανέ μου, μου σήκωσες αλμπαζία με τις φωνές σου¨. – “Φωνάζουν απ΄ έξω τα παιδιά και μου σήκωσαν αλμπαζία”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλμπαζία: /ἡ/ (Ἰ. albagia) = σύγχυσις διανοίας, ζάλη, πονοκέφαλος, ἔπαρσις, ἀλαζονεία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
όχι από το ιταλ. albagia, αλλά από το αντίστοιχο βεν. albasìa
(Π.Γ. Κριμπάς)