Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ρινίζει

Ρ(ι)νίζει (Ἀγ. rins, Ἰ. rigare) = σιγοβρέχει ἐν νηνεμίᾳ, νεροχιονίζει.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ῥινίζει, § ἀπρόσ. λέγ. οὕτω, ὅταν ἐξ οὐρανοῦ πίπτωσιν ὀλίγαι σταλαγματιαὶ ὕδατος πρὸς διαστολὴν τοῦ ψιχαλίζει ἢ βρέχει.

Σημ. Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀρχ. ῥινίζω = ξύω τι καὶ ἀποτελῶ ῥινίσματα ἤτοι λεπτότατα ἀποξέσματα.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.