ρινίζει
Ρ(ι)νίζει (Ἀγ. rins, Ἰ. rigare) = σιγοβρέχει ἐν νηνεμίᾳ, νεροχιονίζει.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ῥινίζει, § ἀπρόσ. λέγ. οὕτω, ὅταν ἐξ οὐρανοῦ πίπτωσιν ὀλίγαι σταλαγματιαὶ ὕδατος πρὸς διαστολὴν τοῦ ψιχαλίζει ἢ βρέχει.
Σημ. Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀρχ. ῥινίζω = ξύω τι καὶ ἀποτελῶ ῥινίσματα ἤτοι λεπτότατα ἀποξέσματα.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου