ξεσκλιάρης (ο)
ο άνθρωπος που φοράει σχισμένα και ρυπαρά ρούχα. Η έννοια της λ. ταυτίζεται με την έννοια του πάμφτωχου, του ζητιάνου.
ΒΑΛ. Φωτεινός Α΄: “-Μιλεί μου ταπεινότερα ….Λύγισε το κεφάλι, / προσκύνα τον αφέντη σου, ξεσκλιάρη, διακονιάρη!”.
βλ. καί ξεκλιάρης