ξεκρουπώνω
βγάζω το καπέλο μου, ξεσκουφώνομαι. “Γιατί είσαι ξεκρούπωτος;“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεκ(ου)ρουπώνω (ἐκ-κόρρη, κορύπτω) = ἀποκαλύπτω τὴν κεφαλήν, ἀφαιρῶ τὸν πῖλον ἢ ἄλλο οἱονδήποτε κάλυμμα τῆς κεφαλῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης